καταχέει

καταχέει
καταχέω
pour down upon
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
καταχέω
pour down upon
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
καταχέω
pour down upon
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
καταχέω
pour down upon
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
καταχέω
pour down upon
aor subj act 3rd sg (epic)
κατᾱχέει , κατηχέω
sound over
pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
κατᾱχέει , κατηχέω
sound over
pres ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε …   Dictionary of Greek

  • κεράμινος — η, ο (ΑΜ κεράμινος, ίνη, ον) [κέραμος] κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”